Κι εμφανίζεσαι
με αγίου αργούς βηματισμούς,
στην πόλη σαν γυρνά
`κείνη τη νύχτα της γιορτής,
με την πατρίδα που δε γνώρισα
σούρουπο στη Σαλονίκη.
Ακολουθώντας την κίνηση των ρυτίδων
στο σώμα μου στρωμνή γυρεύεις.
κλίνη υγρή των απαρνήσεων
κουρσεύεις τ` αβάφτιστά μου δάκρυα
και απειλείς
πως θα πλεύσεις ναυαγός στην κόπωση του κόσμου.
Κοχλάζουσες λίμνες τα μάτια σου
και αιωρείται η σελήνη.
Προσπέρασες
και μοσχοβόλησε ο τόπος αρμύρα.
Έρπει η μνήμη στην καρδιά,
τις παιδικές ερωτήσεις ξεσκαλώνει,
στα ήσυχα του φεγγαριού νερά
την κρουαζιέρα ακυρώνει...