Το έργο αναφέρεται στη νομική δυνατότητα ενσωμάτωσης ποινικών κανόνων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στον κορμό του εγχώριου Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, στην ανάγκη αφομοίωσης των ρυθμίσεων του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου από το σύστημα λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων και στη θεσμική κατάσταση και στις προοπτικές της στρατιωτικής δικαιοσύνης στη χώρα μας. Ακολούθως αναλύονται κρίσιμα ζητήματα της διεθνούς προστασίας του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων και προσδιορίζεται η νομική σημασία της δεσμευτικότητας προσταγών στο πλαίσιο των εγκλημάτων πολέμου, με έμφαση στη νομική «αξιοπιστία» του υπερασπιστικού ισχυρισμού της υπακοής σε διαταγές ανωτέρων. Έπειτα θα συναντήσουμε τη συστηματική καταγραφή των συνεπειών της απάλειψης της θανατικής ποινής από τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, την πολύπλευρη και τεκμηριωμένη διερεύνηση της νομιμότητας στρατιωτικής χρήσης μη φονικών όπλων, με τη λήψη σαφούς και θαρραλέας θέσης για πλήρη απαγόρευσή της, την ενδιαφέρουσα προσέγγιση για τη διεθνή προστασία του νερού κατά τη διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων και την καταγραφή της επάρκειας του νομικού πλαισίου για την προστασία από τις δυσμενείς συνέπειες της αεροπορικής πολεμικής δράσης πάνω στον άνθρωπο. Στη συνέχεια εξετάζεται η διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε περιόδους ενόπλων συγκρούσεων, σε άμεση συνάρτηση με το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, και οριοθετούνται οι αποκλίνουσες μορφές υπαιτιότητας στα εγκλήματα πολέμου με σημείο ερμηνευτικής αναφοράς το άρθρο 30 ΚατΔΠΔ. Τέλος, διερευνάται η έννοια των νόμιμων και παράνομων «μαχητών» στο πλαίσιο του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου των ενόπλων συγκρούσεων με αφορμή απόφαση Στρατιωτικού Δικαστηρίου των Η.Π.Α. που εδρεύει στη Ναυτική Βάση του Γκουαντάναμο της Κούβας.