«Ο παππάς τους είχε ωραία φωνή, της άρεσε να τον ακούει να ψέλνει. Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να ψέλνει κι αυτή με χαμηλή φωνή. Ήταν σαν να μην υπήρχε κανένας δίπλα της τώρα. Επικοινωνούσε με το Θεό, έτσι ένιωθε. Δεν πήγαινε και κάθε μέρα στην εκκλησία, δεν μπορούσε, η δουλειά, βλέπεις. Τέτοια μέρα, όμως, δεν έλειψε ποτέ, όσο θυμόταν τον εαυτό της. Έμεινε με τα μάτια κλειστά ν` ακούει τις ψαλμωδίες. Δεν την ένοιαζε τίποτα τώρα, ούτε η Βάσω ούτε ο Αντώνης ούτε τα κουτσομπολιά. Ήταν δική της η ζωή και δεν θα τους τη χάριζε με τίποτα».
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]