"... Φυλλομετρώντας τις χειρόγραφες σελίδες σκεφτόμουν πως τελικά σε μένα έλαχε ο κλήρος να φορτωθώ το ντοσιέ που πριν δυο μήνες με είχε βάλει σε τόσες σκέψεις. Τώρα πια το κρατούσα στα χέρια μου και δε μου προκαλούσε κανένα δέος· δεν ξυπνούσε μέσα μου την παραμικρή ανησυχία, δεν πυροδοτούσε καν τη φαντασία μου. Μόνο η περιέργεια αναδευόταν μέσα μου κι έκανε τις παλάμες μου να ιδρώνουν. Ο τίτλος της ιστορίας ήταν "Ερωτικός Μεσαίωνας". Άρχισε να την διαβάζω.
"Σε μια απέραντη στέππα ένα βράδι με φεγγάρι πορευόταν ένας μοναχικός Ρωμαίος Θωρακοφόρος. Είναι αποκαμωμένος τώρα πια, το βήμα του γίνεται ολοένα και πιο αργό. Κάποια στιγμή σταματάει. Το κορμί του ταλαντεύεται για λίγο κι ύστερα σιγά-σιγά ο Θωρακοφόρος γονατίζει. Το κεφάλι του πέφτει αργά-αργά προς τα μπρος, μέχρι που το σαγόνι του ακουμπάει στο στήθος του πάνω στο θώρακα. Περνάει αρκετή ώρα. Μοιάζει να κοιμάται, αλλά τα μάτια του παραμένουν ανοιχτά. Ένα δάκρυ κυλάει στο δεξί του μάγουλο αγροβάδιστο, πηχτό σαν σπέρμα και πέφτει πάνω στην ξερή γη που το καταπίνει αργά. Αφού το ρούφηξε όλο, γεννάει σε κείνο το ίδιο σημείο ένα αγριόχορτο. Όσο η νύχτα προχωράει γίνεται όλο και πιο κρύα. Ο Θωρακοφόρος αισθάνεται την παγωνιά της στέππας και λίγο-λίγο βυθίζεται σε μια απύθμενη απελπισία"..."