`Τον είδε και η Ειρήνη το βράδυ. Γλίστρησε στον λιγοστό ύπνο της σαν ύπουλο ερπετό να τη στοιχειώσει. Ήταν τα μάτια του άδεια στις κόγχες τους και από το ανοιχτό στόμα του έβγαιναν σκουλήκια και νερόφιδα. Και τα χέρια του ήταν ακόμα δυνατά σαν μέγγενη και την έπνιγαν με τις σάπιες τους σάρκες. Ούρλιαζε, χωρίς να βγαίνει φωνή, και προσπαθούσε να ξεφύγει, αλλά δεν μπορούσε. Χτυπούσε στα υγρά τοιχώματα του πηγαδιού.`
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]