Καθόταν στην πολυθρόνα της κοντά στο παράθυρο. Το ύφος της ήταν παράξενο. Έδειχνε σκεπτική, λες και το μυαλό της κάπου ταξίδευε. Όμως, το γλυκό της χαμόγελο δεν έλειπε από τα χείλη της, όπως πάντα. Μόνο η φωνή της ήταν κάπως τρεμουλιαστή. «Νιώθω πως βαραίνω, Φοίβη», μου είπε. «Θέλω όμως να σου δώσω κάτι». Και αμέσως σηκώθηκε αργά και άνοιξε την ντουλάπα. Πήρε ένα φάκελο. Κάθισε πάλι και, ανοίγοντάς τον, έβγαλε ένα χοντρό τετράδιο. Την κοίταζα. «Πάρ’ το», μου είπε. «Μόλις προχτές το τελείωσα. Επιθυμώ να το διαβάσετε. Πρώτα όμως θέλω να το διαβάσεις εσύ. Ύστερα, δωσ’ το και στους άλλους». Και τον έβαλε στα χέρια μου. . . Λίγες μέρες αφού μου παρέδωσε το φάκελο έφυγε για πάντα. Και τότε θυμήθηκα το τετράδιο που μου εμπιστεύτηκε. Το πήρα στα χέρια μου. Το περιεργάστηκα πρώτα και ύστερα κλείστηκα στο δωμάτιό μου και άρχισα να διαβάζω.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]