Η συμφωνία της Βάρκιζας έπρεπε να δημιουργήσει όρους για την πολιτική λύση στην Ελλάδα και να θέσει τέρμα στις αιματηρές συγκρούσεις, οι οποίες ξέσπασαν στην Αθήνα, το Δεκέμβριο του 1944. Συμφωνήθηκε και ο αφοπλισμός των στρατιωτικών ομάδων του ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Και πράγματι δόθηκε αμνηστία, μολονότι οι πιο πολλοί οπαδοί του ΕΛΑΣ αμφέβαλλαν για τις αγαθές προθέσεις των αντιπάλων. Συγκεκριμένα, οι παραπάνω οπαδοί θεώρησαν και ερμήνευσαν την εν λόγω συμφωνία ως συνθηκολόγηση. Γι` αυτό μερικές χιλιάδες των οπαδών του ΕΛΑΣ, έπειτα από τη νέα κατάσταση (από τον Ιανουάριο, με την κατάπαυση του πολέμου ή από τα μέσα Φεβρουαρίου του 1945, όταν υπογράφηκε η συμφωνία), αποφάσισαν με ευχαρίστηση να καταφύγουν στην προσφυγιά. Το μεγαλύτερο μέρος δε από αυτούς επέλεξε τη Γιουγκοσλαβία, για να συνενωθεί με ομάδες μεταναστών, που είχαν ήδη καταφύγει εδώ. Υπήρξαν ωστόσο και άλλοι, οι οποίοι μετέβησαν στη Βουλγαρία και στην Αλβανία. Την πλειοψηφία την αποτελούσαν εκείνοι οι οπαδοί του ΕΛΑΣ που κατάγονταν από τις παραμεθόριες περιοχές (οι περισσότεροι ήταν ελληνικής καταγωγής, υπήρχε όμως και ένας αριθμός Σλαβομακεδόνων).
Για τους πρόσφυγες από την Ελλάδα ιδρύθηκαν και μόνιμα στρατόπεδα, προπαντός δε στο χώρο της Γιουγκοσλαβικής Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Ένα δε από τα εκατό στρατόπεδα για τους πρόσφυγες του ΕΛΑΣ ήταν εκείνο το οποίο ιδρύθηκε στο Κουμάνοβο. Από το στρατόπεδο αυτό, στις 25 Μαΐου του 1945, μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη σερβική επαρχία της Βοϊβοντίνας - κυρίως στο βόρειο τμήμα της - οι πρώτοι 1.454 πρόσφυγες. Το κέντρο στο Κουμάνοβο ιδρύθηκε έπειτα από διαταγή της στρατιωτικής αρχής των Σκοπίων και διατελούσε υπό τη διοίκηση της στρατιωτικής περιοχής για το Κουμάνοβο. Παρόμοιο κέντρο βρισκόταν στο Τέτοβο (Tetovo) και σε άλλα μέρη (όπως στα Μπιτόλια - Μοναστήρι, Βέλες, Περλεπέ, Άγιο Νικόλαο). Τη φροντίδα για την πρώτη εγκατάσταση, την τροφή, τα ρούχα και την υπόδηση καθώς και για τα θέματα υγείας των μεταναστών ανέλαβαν οι στρατιωτικές και οι τοπικές πολιτικές αρχές και οργανώσεις, οι ονομαζόμενες `μαζικές οργανώσεις` (όπως, το Αντιφασιστικό Μέτωπο των Γυναικών, η Λαϊκή Νεολαία, το Λαϊκό Μέτωπο και παρόμοια). Οι ομάδες αυτές μαζί και με νεοφερμένους πρόσφυγες αποτέλεσαν το κέντρο από το οποίο ξεπήδησε, όχι πολύ μακριά από την πύλη Νόβι Σάντ (Novi Sad) στο πρώην γερμανικό χωριό Μπούλκες (Buljkes), η `Ελληνική Κομμουνιστική Κοινότητα`.
Το Μπούλκες ήταν ένα μεγάλο χωριό με ρυμοτομία, με καλό υπέδαφος, το οποίο έχασε τους Γερμανούς κατοίκους του, έπειτα από τις μεγάλες βίαιες μετακινήσεις του πληθυσμού του κατά το τέλος του πολέμου· το εν λόγω χωριό, που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Δούναβη, περιτριγυριζόταν από πλούσια πεδιάδα και βρισκόταν σε εξαιρετική γεωγραφική θέση. Είχε, συνεπώς, πολύ κατάλληλες συνθήκες, για να μπορεί να συντηρεί μερικές χιλιάδες πρόσφυγες από την Ελλάδα. Εκτός από αυτό, το Μπούλκες βρισκόταν μακριά από τα σύνορα με την Ελλάδα και έτσι, από τη μια πλευρά ο πληθυσμός του θα μπορούσε να αποφεύγει τον εσωτερικό και τον εξωτερικό έλεγχο, και από την άλλη να μην μπορεί να ελκύει εύκολα την προσοχή των εχθρικών κατασκοπευτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, η Βοϊβοντίνα, ως γεωργική και με μεγάλη πρόοδο περιοχή, ήταν λιγότερο εκτεθειμένη στα συνταρακτικά γεγονότα τα οποία συνέβαιναν στις υπόλοιπες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας και μπορούσε, μέσα στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, να εξασφαλίσει μια άνετη επιβίωση των προσφύγων.
Έτσι το Μπούλκες, ήδη από την αρχή του Ψυχρού Πολέμου μέσα στην ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση των δύο γειτονικών χωρών, της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας με δύο διαφορετικά συστήματα, για τη Βασιλική Κυβέρνηση των Αθηνών υπήρξε η προσωποποίηση του `Κομμουνιστικού Κινδύνου`. Εκπροσωπούσε, δηλαδή, το χωριό όλα εκείνα τα οποία πραγματικά (ή υποθετικά) μπορούσαν να απειλήσουν τη θέση και την ύπαρξή του. [...]