Ήταν μια φορά ένας καλλιτέχνης -ζωγράφος, γλύπτης, ποιητής, μουσικός- μεγαλοφυής αλλά λιγάκι αφηρημένος. Ήμερος, όμως, σαν το νερό των βράχων γενναιόδωρος σαν φτωχός, ταπεινός σαν κάποιος πλούσιος που απέκτησε φαντασία. Ήρθε, άγνωστο από πού. Έφτιαξε το Χώρο όπως η γυναίκα που ζυμώνει το ψωμί της, το Χρόνο όπως ο υφαντουργός που υφαίνει τα όνειρα και τα μετάξια του. Έπλασε τον άνθρωπο σαν το παιδί που στήνει το χιονάνθρωπό του και έγραψε την ιστορία των ανθρώπων σαν ένας μυθιστοριογράφος με μεγάλο ταλέντο. Από τεμπελιά, επινόησε το σύστημα της μετενσάρκωσης για να μην πάνε στράφι οι ψυχές και αναγκαστεί να συλλάβει άλλες. Αλλά κι από συμπόνια, για να μην περιπλανιούνται σαν τις άδικες κατάρες.