Ομορφάνθρωπος, και χτυπούσε αμέσως στο μάτι. Με την κορμοστασιά του, που, όσο κι αν στεκόταν πάνου από το κοινό μέτρο, δεν έχανε ωστόσο τίποτα από τη λεβεντιά της. Μ` εκείνο τον αγέρα της συγκρατημένης παλληκαριάς, που δεν κρατάει την περηφάνεια και την ακαταδεξιά. Με την ανοιχτή καρδιά του γλεντζέ. Με τη χτυπητή του αρσενικότητα.
Κάτου από τα πυκνά του φρύδια, έφερνε από τη μακρινήν Ανατολή του δυο μάτια παιδιού, που γέμιζαν τρυφερότητα και γλύκα. Όμως, σίγουρο ήταν πως, στα οριζόντια όνειρα των γυναικών του τόπου, έφεγγε, ολόρθη σα φλόγα, η επιθυμητή παρουσία του Γιγαντάρα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]