Πολλές φορές δε βλέπει κανείς με τα μάτια, αλλά με το νου. Κι εμείς τα παιδιά το νιώθαμε, πως ο νους του παραμυθά που καθόταν στον ίσκιο του δέντρου από κάτω, έτρεχε μακριά. Και τότε, μέσα στη σιγαλιά, ακούστηκε να λέει: «Εκείνο το σύννεφο στον ουρανό μοιάζει με μαντίλι, αραχνοϋφασμένο. . . αέρινο. . . σαν μαντίλι νεράιδας. . .». Δε μίλησε κανείς μας. Τα μάτια μας ορθάνοιξαν. Καταλάβαμε πως θ` άρχιζε να λέει το παραμύθι του. Μαζευτήκαμε γύρω του και, κρατώντας την ανάσα μας, περιμέναμε ν` ακούσουμε τη φωνή του να μας σεργιανάει σ` εκείνα τα κρυφά μονοπάτια που όνειρο και αλήθεια σμίγουν, μπερδεύονται και χάνονται το ένα μέσα στ` άλλο. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]