Έτσι κάπως κυλούσε η ζωή μας όταν μια φράση εξώθησε τη μαμά να βρει δουλειά με κάθε θυσία. Η γιαγιά είχε καλέσει τις φιλενάδες της για καφέ! Ψέματα ήταν η πρόσκληση για καφέ. Πρόφαση για να βγάζει κάθε φορά το πανεράκι με όλα τα ρούχα της εβδομάδος που ήθελαν καρίκωμα. Φιλοτιμιόνταν οι καλεσμένες της και με τον καφέ ανασκουμπώνονταν. Η γιαγιά απλώς συμμετείχε στην παρέα συζητώντας. Εκείνη τη μέρα έλεγε με αυτάρεσκο ύφος: "Να κάνεις παιδιά είναι χαρά. Να τα παντρεύεις, να τα βλέπεις να καλοζούν, να χαίρεσαι μαζί τους. Όμως, να κάνεις παιδιά και να τα φορτώνεσαι μετά για μια ζωή, κι αυτά και τα παιδιά τους, είναι καταδίκη. Μωρέ, καταδίκη", ξέσπασε με πάθος. Η μαμά άλλαζε εκατό χρώματα με αυτήν την κουβέντα. Αισθανόμουν απέχθεια και κακία για αυτήν την στιγμή. (Μετά που μεγάλωσα κι έμαθα, της έδωσα πολλά δίκια). Ήθελε να μου επιβάλει το σεβασμό. Εκείνη όμως, κατά πόσο σεβόταν εμάς; Δεν έβλεπε ότι με αυτές τις κουβέντες της αργοπέθαινε η μαμά. Αργοπέθαινε μαζί της κάθε λεπτό. Όταν βροντούσε με όλη της δύναμη τις κατσαρόλες στην κουζίνα με στυφή έκφραση, δίχως λόγο. Όταν οργισμένα ξεσπούσε ξαφνικά: "Μια ζωή στερήθηκα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου στερούμαι. Και τώρα στα γεράματα που είπα να αναπνέυσω, πάλι στερούμαι εξαιτίας σου. Ορίστε το δωμάτιο που σας παραχώρησα αν το νοίκιαζα, θα έπαιρνα μες στο νερό τρία κατοστάρικα."