Αδράνεια, πλήρης ακινησία στο αστυνομικό τμήμα της Βιγκάτα· ατέλειωτη πλήξη. Ο Μονταλμπάνο διαβάζει ένα μυθιστόρημα του Σιμενόν και ξεφυλλίζει αφηρημένος παλιά τεύχη του περιοδικού `Ντομένικα ντελ Κορριέρε`, συνεχίζονται τα ατελείωτα και κουραστικά τηλεφωνήματα με την εύθικτη αρραβωνιαστικιά, που είναι μακριά, όλο και πιο μακριά. Κι όμως υπήρξε μια αλλαγή.
Δύο ηλικιωμένοι θρησκόληπτοι, αδερφός και αδερφή, που μέσα από τη μοναδική τους ενασχόληση με τις προσευχές και την εκκλησία οδηγήθηκαν στην τρέλα. Η παραφροσύνη τους έκανε φανατικούς με τα όπλα. Όμως η αγία προστάτιδα των αστυνομικών άφησε στον τόπο του εγκλήματος ένα αντικείμενο πάθους, θλιβερό και κατεστραμμένο· μια πλαστική φουσκωτή κούκλα, κατεστραμμένη από τη χρήση, μια από εκείνες τις κούκλες για γάμο που (όπως έλεγε ο Γκάντα) `εσύ τις φιλάς, κλαις στην αγκαλιά τους και είσαι ελεύθερος να φανταστείς ό,τι θέλεις. Και, αφού δώσεις τα φιλιά, την καθαρίζεις, την ξεφουσκώνεις, τη διπλώνεις και την τακτοποιείς, σαν φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο`.
Άλλη μια ίδια φουσκωτή κούκλα, ακριβώς το ίδιο φθαρμένη, που στην αρχή την μπέρδεψαν με πτώμα κατακρεουργημένης κοπέλας, βρέθηκε σ` έναν κάδο απορριμμάτων στην οδό Μπρανκάτι...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]