Όσα είναι εδώ γραμμένα δεν αποτελούν βιβλίο ιστορίας. Είναι όσα εποικίζουν τη μνήμη μου όταν αντιλαμβάνομαι το βλέμμα αυτών που με περιβάλλουν, γεμάτο αμφιβολίες και ερωτηματικά. Γιατί υπήρξες κομμουνίστρια; Γιατί λες ότι είσαι ακόμη; Τι εννοείς; Χωρίς κόμμα, χωρίς καθήκοντα, πλάι σε μια εφημερίδα που δεν είναι πια δική σου; Μήπως αρπάζεσαι από μια αυταπάτη, από πείσμα; Μήπως επειδή είσαι απολίθωμα; Κάθε τόσο κάποιος με σταματά στο δρόμο ευγενικά: `Ήσασταν ένας μύθος`. Μα ποιος θέλει να είναι μύθος; Όχι εγώ. Οι μύθοι είναι μια προβολή άλλων, εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό. Νιώθω αμήχανα. Δε με έχουν καρφώσει με όλες τις τιμές σε μια ταφόπλακα, έξω από τον κόσμο, έξω από το χρόνο. Εξακολουθώ να συμμετέχω και στα δύο. Όμως αυτή η ερώτηση με καλεί να δώσω μια απάντηση.
Η ιστορία του κομμουνισμού και των κομμουνιστών του 20ου αιώνα είχε τόσο άσχημη κατάληξη, που είναι αδύνατο να μη θέσει κανείς στον εαυτό του αυτή την ερώτηση. Πώς ήταν να είναι κανείς κομμουνιστής στην Ιταλία από το 1943; Κομμουνιστής ως μέλος ενός κόμματος, όχι μόνο σε μια στιγμή εσωτερικής συνείδησης, με την οποία μπορεί κανείς πάντοτε να τα βγάλει πέρα: `Εγώ μ` αυτό ή μ` εκείνο δεν έχω σχέση`. Αρχίζω να αναρωτιέμαι. Χωρίς να συμβουλεύομαι ούτε βιβλία ούτε έγγραφα, αλλά χωρίς να μου λείπουν οι αμφιβολίες.
Αφού πέρασα πάνω από μισό αιώνα τρέχοντας, σκοντάφτοντας, ξαναρχίζοντας το τρέξιμο με μερικές μελανιές παραπάνω, η μνήμη μου μοιάζει να έχει πάθει ρευματισμούς. Δεν την καλλιέργησα, ούτε γνωρίζω την επιείκεια και τις παγίδες της. Ακόμη και με το να της δώσω μια μορφή. Όμως η μνήμη και η μορφή είναι κι αυτές ένα γεγονός ανάμεσα στα πολλά γεγονότα. Τίποτε λιγότερο ή περισσότερο. ΡΟΣΑΝΑ ΡΟΣΑΝΤΑ
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]