Η απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου να τον δικάσει ποινικού δικαστηρίου και, συνεπώς, το «κλητήριο θέσπισμα» ως έγγραφο με το οποίο συντελείται αυτή η κλήση τυπικά όταν επιδοθεί σ` αυτόν, προκαλούν εύλογο επιστημονικό ενδιαφέρον. Όχι μόνο γιατί με την επίδοση αυτού του κλητηρίου εγγράφου η ποινική δίκη εισέρχεται σε νέα, καταληκτική φάση ή -αν μπορεί να λεχθεί- η διαδικασία «απάντησης» της έννομης τάξης για συγκεκριμένο έγκλημα «αλλάζει χέρια» (από την εισαγγελική στη δικαστική αρχή), αλλά και γιατί η όλη δικαιική σύλληψη του θεσμού της απευθείας κλήσης, που αποτυπώνεται στο «κλητήριο θέσπισμα», συνιστά σαφή επιλογή του νομοθέτη για ταχεία απονομή δικαιοσύνης, η οποία, όσο και αν επιδοκιμάζεται γενικά, δεν είναι άμοιρη προβλημάτων άμεσα συνδεόμενων με τα δικαιώματα του πολίτη - κατηγορουμένου και την υποβολή του σε δίκαιη ποινική διαδικασία.
Ως προς τη μετάβαση σε νέα φάση με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, ζήτημα γεννιέται αν αρκεί γι` αυτή τη μετάβαση η απλή επίδοση ή αν πρέπει να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, στο μέτρο που προβλέπεται η δυνατότητα προσφυγής κατά του «κλητηρίου θεσπίσματος» και, συνεπώς, το ενδεχόμενο ανατροπής της εισαγωγής της υπόθεσης στην τελική της φάση. Η έναρξη της κυρίας διαδικασίας συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, και την αναστολή της παραγραφής του εγκλήματος για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Τα σχετικά λοιπόν ζητήματα διαπλέκονται και με το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, αφού η παραγραφή ως λόγος που εξαλείφει το αξιόποινο της πράξης ανήκει σ` αυτό. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]