`Η Βαβυλώνα εστάθη ποτήριον χρυσούν εν τη χερί του Κυρίου, μεθύον πάσαν την γην` αναβοά ο Ιερεμίας, και στα λόγια του προφήτη αντανακλάται ο θαυμασμός που αισθανόταν προς αυτήν την πόλη οι λαοί του αρχαίου κόσμου. Στους καταλόγους των επτά θαυμάτων μόνο σ` αυτήν ανήκουν ολόκληρα δύο θαύματα. Τώρα ξέρουμε ότι τα θαύματα της Βαβυλώνας υπήρξαν περισσότερα. Το μεγαλύτερο όμως θαύμα της Βαβυλώνας ήταν η ίδια η πόλη. Όντως καμία άλλη πόλη της αρχαιότητας δεν προκαλούσε τόσο θαυμασμό στον εαυτό της. Ήταν το στέμμα της οικουμένης. Ήταν πρόδρομος (προάγγελος, προτότυπο) της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης. Ήταν Η ΠΟΛΗ. Γι` αυτό και την επέλεξε για την πρωτεύουσα της κοσμοκρατορίας του ο Μέγας Αλέξανδρος. `Εν τη Βαβυλώνι μάχη παρά την απόσταση τριακοσίων εξήντα σταδίων` ονομάζει ο Ξενοφώντας τη μάχη για το στέμμα του Περσικού κράτους, στην οποία συμμετείχαν και οι περίφημοι Μύριοι Έλληνες μισθοφόροι. Ο αυτόπτης μάρτυρας αυτού του πασίγνωστου χάρη στον Ξενοφώντα γεγονότος ήταν και ο `αντίπαλος` του μεγάλου αθηναίου συγγραφέα, ο Κτησίας ο Κνίδιος, αυλικός του πέρση βασιλιά, `ο πιο Πέρσης από τους έλληνες συγγραφείς`».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]