Πέρα από μέσον ανακούφισης, το έργο τέχνης προσφέρεται ως ένα πεδίο επικοινωνίας μεταξύ του δημιουργού του και του θεωρού ή των θεωρών του, χωρίς, μάλιστα, η κάθε πλευρά να διατρέχει τον κίνδυνο να παρεισφρήσουν ανάμεσά τους προσωπικές αντεγκλήσεις, ύποπτες προθέσεις και άλλα παρόμοια, που ρίχνουν την σκιά τους επάνω στον διάλογο έτσι, ώστε αμαυρώνοντάς τον, να τον εκτρέπουν από τον στόχο του, που είναι η ανταλλαγή διανοημάτων και ιδεών. Τόσο ο δημιουργός του έργου τέχνης όσο κι εμείς, οι αποδέκτες του, έχομε μπροστά μας όχι ο ένας τον άλλο, αλλά το δημιούργημα. Ό,τι έχει να πει ο καλλιτέχνης το αποτυπώνει στο δημιούργημά του, το οποίο, από την στιγμή της αυτονόμησής του, διακόπτει κάθε δεσμό μαζί του. Έτσι, όταν εμείς, οι αποδέκτες του, ερχόμαστε σε επαφή προς αυτό, να μην χρειαζόμαστε πια να συνομιλούμε με τον δημιουργό του καλλιτεχνήματος.
Η αναφορά μας εξαντλείται στο ίδιο το έργο τέχνης, το οποίο μάλιστα, επειδή προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις, μας παρέχει την δυνατότητα άσκησης διαλόγου προς αυτό εις το διηνεκές, και, μέσω αυτού μόνο, προς τον αφανή δημιουργό του. Χάρη στο έργο τέχνης συνεχίζαμε να συνομιλούμε αποθηκεύοντας στον νου μας στοχασμούς και ιδέες, προκειμένου, μέσα από την δράση μας αυτή, να ανταποκριθούμε σε ένα κάλεσμα για μια ζωή που υπερβαίνει τα στενά όρια της θνητής ύπαρξής μας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]