`Ποιος μπόρεσε στην εποχή μου να δει την επτάλοφη Ρώμη του πάπα; Ποιος κατάφερε να φθάσει μέχρι την Κούστα, την πόλη του Κωνσταντίνου, και να απολαύσει την θέα επί δύο θαλασσών, του Βοσπόρου και της Προποντίδας; Ποιος αξιώθηκε να θαυμάσει τον πλούτο και την σοφία της Βαγδάτης; Ποιος προσκύνησε στην Ιερουσαλήμ και περιπλανήθηκε στην Γη της Επαγγελίας; Ποιος κάθισε δίπλα στην όχθη του Ευφράτη, του Τίγρη και του Νείλου; Ποιος γνώρισε τους Χασικλήδες-Δολοφόνους και τους Δρούζους, στα κρησφύγετά τους; Ποιος περιπλανήθηκε στις θάλασσες του Νότου, έμαθε για τον Ωρίωνα πάνω από την Κίνα και έφτασε, επιτέλους, στους χαμένους Ισραηλίτες στην Χαϋμπάρ της Αραβίας και στην Νεϋσαπούρ της Περσίας;`
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης, γύρω στο 1175, έχοντας γυρίσει από τα μακρινά μέρη αυτά, θα έδινε μία απλή και ωστόσο χαρακτηριστική απάντηση: `Ο Κύριος μου και εγώ ο ίδιος`. Θα μπορούσε να καυχηθεί ότι σε μια περίοδο πολέμων, ερίδων και ανασφαλειών περιπλανήθηκε ο ίδιος μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό, συνέθεσε έναν απογραφικό πίνακα των κατά τόπους Ιουδαίων και εντόπισε την πλειοψηφία των χαμένων, 1900 χρόνια πριν από την εποχή του, Δέκα Φυλών του Ισραήλ. Θα μπορούσε να επαίρεται στους ξεχασμένους φίλους του ότι πέρασε από τα ερείπια της κοσμοκράτειρας Νινευή, της τρισκατάρατης Βαβυλώνας, του ευλογημένου από τον Αβραάμ Χαρράν, των σωτηρίων Εκβατάνων και της συντετριμμένης Μέμφιδας.
Ο τολμηρός αυτός έμπορος θα μιλούσε ακόμη για τους δύτες του Περσικού Κόλπου και τα μαργαριτάρια τους, για τις ιουδαϊκές ακαδημίες της Νεχαρντεά και της Σούρα, για τις συμμαχίες των Ογούζων Τούρκων με τους Χαζάρους, τους οποίους ο ίδιος είχε νομίσει απογόνους των χαμένων Ισραηλιτών, για τον ψευδομεσσία Δαυίδ Ελρόι που εμφανιζόταν και χανόταν ξαφνικά, για τους βαφείς πορφύρας της Κορίνθου και της Θήβας.
Ο Βενιαμίν μιλάει σε μας ακόμη σήμερα για τον Τάραντα της Σικελίας που εκατοικείτο και στα χρόνια του από Έλληνες, για το ταξίδι στο Ιόνιο Πέλαγος, την θάλασσα της Ελλάδας, για τον διάπλου της Ερυθράς Θαλάσσης, για την κάθοδο του Αιγαίου. Μας δείχνει ότι η δίψα για την γνώση και την μάθηση κάνει πάντοτε θαύματα και μας προτείνει τον δρόμο του. Αυτός ο δρόμος δεν περνάει μόνον από την Αλεξάνδρεια, το Σινά, το Ασουάν και το Ισπαχάν· συχνά διέρχεται από τα υπόγεια περάσματα της Ιερουσαλήμ, όπου ακούγονται παράξενες φωνές καμιά φορά όμως ο δρόμος καταλήγει στην ίδια μας την ψυχή, είτε την φωτίζει ο Ωρίων είτε την αντικατοπτρίζει ο Αλντεμπαράν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]