Το 1191, κατά τη διάρκεια της τρίτης σταυροφορίας, ο βασιλέας Ριχάρδος Α` της Αγγλίας κατέκτησε την Κύπρο νικώντας τον βυζαντινό ηγεμόνα της. Το νησί θα παρέμενε κάτω από τη διακυβέρνηση των Δυτικών μέχρι και την κατάληψή του από τους Οθωμανούς, το 1570-1571. Από το 1192 μέχρι και τη δεκαετία του 1470 το νησί υπήρξε βασίλειο, το οποίο κυβερνούσαν μέλη της δυναστείας των Λουζινιανών. Οι Λουζινιανοί, οι οποίοι κατάγονταν από το Πουατού της δυτικής Γαλλίας, επέβαλαν στον αυτόχθονα ελληνικό πληθυσμό μια νέα γαιοκτητική τάξη ευρωπαίων αριστοκρατών και μια καθολική εκκλησιαστική ιεραρχία. Παρ` όλα αυτά, χάρη στο καθεστώς των Λουζινιανών, το νησί γνώρισε μακρές περιόδους σταθερότητας και, μέχρι το τέλος του δέκατου τέταρτου αιώνα, αξιοσημείωτη ευημερία. Τον δέκατο τρίτο αιώνα πολιτικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί δεσμοί συνέδεαν στενά το νησί με τα λατινικά κράτη στη Συρία και στους Άγιους Τόπους. Μετά την πτώση και των τελευταίων χριστιανικών οχυρών στα χέρια των Μουσουλμάνων, το 1291, η Κύπρος κατέστη το ανατολικότερο προπύργιο της λατινικής Χριστιανοσύνης στη Μεσόγειο. Με την παρούσα μελέτη ο συγγραφέας, βασιζόμενος σε νέα ιστορικά στοιχεία, ανιχνεύει τις τύχες της Κύπρου υπό τη βασιλική δυναστεία των Λουζινιανών και το ρόλο που έπαιξε στις σταυροφορίες και στη σύγκρουση μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, μέχρι και τη δεκαετία του 1370, όταν το νησί αποδυναμώθηκε μετά από έναν πόλεμο με την Γένουα. Η εργασία αυτή αποτελεί μέγιστη συμβολή στην ιστορία των σταυροφοριών στην Ανατολή και τη μόνη διαθέσιμη επίτομη επιστημονική μελέτη για τη μεσαιωνική Κύπρο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]