Ο Νικόλαος Χαντέλης εύρε τον τραγικώτερον των θανάτων εις τα ύδατα της Αδριατικής, όστις κατά τους προσφάτους χρόνους της δουλείας μας, ως διερμηνεύς του Ελληνικού Προξενείου, υπήρξε το κορύφωμα του πατριωτισμού και τις αθορύβου δράσεως, είναι όνομα τόσο συμπαθές και τόσον αλησμόνητον δια τας επερχόμενας γενεάς, ώστε να νομίζωμεν, ότι περιττεύει πάσα προς την κοινωνίαν μας σύστασις. . . . Εάν ποτέ επιχειρηθή εξιστόρησις της αγωνιώδους και σκληράς εκείνης εποχής, δεν ηξεύρομεν, εάν ο ιστορικός θα εύρισκε την κατάλληλον θέσιν να τοποθετήση τον Νικόλαον Χαντέλην, εις την θέσιν την ανάλογον προς το ύψος του πατριωτισμού του, την αθορύβου δράσεώς του, και της υψηλής διανοητικότητος, της ιδικής του ευγενείας και καλωσύνης, της παρθενικής του ψυχής, ήτις του επέτρεψε την συγκατάβασιν να βαστάξη εις τους ώμους του μιαν κολοσσιαίαν εργασίαν, αλλά να γίνη και μια αναβάθρα της ανυψώσεως των άλλων . . . Η πλήρης αφοσίωσις του προς την διακονίαν της Ελληνικής Πίστεως, ο αγνός πατριωτισμός του και απαράμιλλος δραστηριότης του κατέλαβον εν τη συνειδήσει του αλησμόνητου Ζαγορίσιου τόσον χώρον, ώστε να μη επιτρέπεται η παρείσδυσις υπολογισμού αποσκοπούντων εις την υστεροφημίαν (. . .)