Το ζεύγος Ρουμπό βρίσκεται στο Παρίσι. Ένα τυχαίο σχόλιο της Σεβερίνας ξυπνά τις υποψίες του συζύγου της, υποσταθμάρχη του σιδηροδρομικού σταθμού της Χάβρης, για τη σχέση της με τον Γκρανμορέν, συνταξιούχο δικαστή και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας των σιδηροδρόμων, νουνό και προστάτης της. Ο Ρουμπό την αναγκάζει να ομολογήσει και να γράψει αποδεχόμενη την πρόσκλησή του Γκρανμορέν να τον συναντήσει, καλώντας τον να βρίσκεται στο ίδιο τρένο με το οποίο το ζεύγος Ρουμπό θα επέστρεφε στη Χάβρη. Το ίδιο βράδυ ο Ζακ Λαντιέ, καθώς το τρένο περνάει μπροστά του με ταχύτητα, βλέπει τον φόνο του δικαστή, το πτώμα του οποίου θα βρεθεί λίγο αργότερα πλάι στις γραμμές. Ακολουθούν ανακρίσεις, όπου νικά η αστική υποκρισία, και διαδοχικές δολοφονίες, καθώς τα πρόσωπα περί τον φόνο, υπακούοντας στα ζωώδη ένστικτά τους, ερωτεύονται, μισούνται, αλληλοσπαράσσονται.