Αμηχανία διακατέχει, φαντάζομαι, όποιον αποφασίζει, μετά από πολλούς δισταγμούς κι αναστολές, να εκτεθεί στους άλλους. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν πρέπει ο ίδιος να μιλήσει για το έργο του. Είτε πρόκειται για εικόνες είτε για γραπτό λόγο, κάθε επεξήγηση που ακολουθεί το έργο το αποδυναμώνει. Μεταφέρει το βάρος σε ερμηνείες και γενικεύσεις που μας απομακρύνουν από την ουσία του: την αέναη συμπλοκή με το πραγματικό γύρω μας και μέσα μας, εκείνο το άπιαστο στο οποίο προσπαθούμε να δώσουμε μια μορφή με τη βοήθεια του φανταστικού, αλλά και της μεταφοράς· προσπάθεια αναπόσπαστα δεμένη με όλα όσα κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό δεν αναιρεί βέβαια τη δυνατότητα των άλλων να σχολιάσουν το έργο, γιατί τότε πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό, πρόκειται για το διάλογο που αναπτύσσουν οι άλλοι με το έργο, καθώς αυτό εισχωρεί στη δική τους οπτική και διυλίζεται μέσα από τη δική τους ευαισθησία. (...)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]