Τίποτα δυσκολότερο απ` το να γράψεις για ένα βιβλίο ποίησης, διότι η Ποίηση είναι η μεγάλη αδελφή της Λογοτεχνίας και ο μυθιστοριογράφος δεν είναι παρά ένας ταπεινός φιλοξενούμενος, ένας θεατής ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάποιος που τρέφεται και γεμίζει τις μπαταρίες της πρόζας του από την πηγή της μείζονος λέξεως. Όταν γράφω ένα μυθιστόρημα έχω τη συνήθεια να διαβάζω ποίηση, να ξαναδιαβάζω τους αγαπημένους μου ποιητές και, μεταξύ αυτών, κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει ο Juan Vicente Piqueras. Η ποίησή του είναι φρέσκια και ειλικρινής, αφήνει στην ψυχή την ίδια ευχαρίστηση μ` εκείνη ενός σόλο στο πιάνο του Egberto Gismonti ή ενός ποτηριού καλού κρασιού σε μια φιλική ταβέρνα. Αν έπρεπε να ορίσω -ο Θεός να με φυλάει από κάτι τέτοιο- την ποίηση του Juan Vicente Piqueras, θα έλεγα πως είναι κυκλική, καθότι οι στίχοι του γεννιούνται από ένα γήινο αίσθημα, ίπτανται στο σύμπαν άλλων αναγνώσεων και άλλων τρόπων αίσθησης, κι επιστρέφουν ακόμα πιο γήινοι, πιο σοφοί, προσθέτοντας στην ιδρυτική δύναμη της λέξης το μυστήριο του μυστικού: "Τρέμουν σαν μάρτυρες ενός θαύματος που μόνον αυτές γνωρίζουν".
Η γραφή του Juan Vicente Piqueras κατέχει το σπάνιο χάρισμα της οικειότητας, τίποτα δεν φαίνεται ξένο στους στίχους του, διότι ο Piqueras είναι ένας τίμιος ποιητής, ο οποίος ξέρει να διατηρείται σε υγιή απόσταση από μόδες και ψευδο-πρωτοποριακά τεχνάσματα, που χρησιμεύουν μονάχα για να απομακρύνουν τους αναγνώστες. [...]
(από τον πρόλογο του Luis Sepulveda)