«Αγαπητέ προϊστάμενε, Συνέχεια ακούω ότι μ` έπιασε η αστυνομία θ` αργήσουν όμως να με κανονίσουν. Γελάω όταν καμώνονται τόσο πολύ τους έξυπνους και λένε ότι βρίσκονται στο σωστό δρόμο. (. . .) Τα `χω βάλει με τις πόρνες και δεν θα σταματήσω να τις σφάζω μέχρι να με τσακώσουν. Σπουδαία δουλειά η τελευταία. Η κυρία δεν πρόλαβε καν να τσιρίξει. Άντε να με πιάσουν τώρα. Η δουλειά μου μ` αρέσει και θέλω να ξαναρχίσω. Σύντομα θ` ακούσετε για μένα και τα παράξενα παιχνιδάκια μου. (. . .) Το μαχαίρι μου είναι τόσο καλό και κοφτερό που θέλω να ξαναπιάσω αμέσως δουλειά αν βρω ευκαιρία. Καλή τύχη. Με εκτίμηση, Τζακ ο Αντεροβγάλτης». Με αυτή την επιστολή της 27ης Σεπτεμβρίου 1888, το παρωνύμιο «Τζακ ο Αντεροβγάλτης» συνδέθηκε για πρώτη φορά με μια σειρά φόνων που διαπράχθηκαν στο Γουαϊτσάπελ του Λονδίνου την προτελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, κερδίζοντας περίοπτη θέση στο πάνθεον των εγκληματιών η δράση των οποίων ανέκαθεν ερέθιζε τη λαϊκή φαντασία. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]