Ο Ραούλ Γκραμπόφσκυ δεν ήταν από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες, μ` όλο που τ` όνομά του αναφερόταν δίπλα σ` εκείνα του Λιούμετ, του Σκορσέζε και του Πολάνσκι κάθε φορά που γινόταν λόγος για την ανανέωση του αμερικανικού κινηματογράφου. Έτσι, όταν διάβασα στην εφημερίδα ότι μια δεκατριάχρονη κοπέλα τον κατηγορούσε ότι την είχε παρασύρει σπίτι του και την είχε βιάσει, δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Δε φανταζόμουνα ότι ο πρόεδρος της «Τζένεραλ Ελεκτρόνικς», μιας από τις είκοσι μεγαλύτερες εταιρείες της Αμερικής και παραγωγός της τελευταίας ταινίας του Γκραμπόφσκυ, θα μου ζητούσε να αποδείξω ότι επρόκειτο για πλεκτάνη. Ήταν μια όχι πολύ καθαρή υπόθεση, ιδίως επειδή όσο περισσότερα μάθαινα για το υποτιθέμενο θύμα του βιασμού τόσο λιγότερο μου άρεσε. Κι όσο προχωρούσε η έρευνά μου τόσο έμοιαζε να απομακρύνεται η αλήθεια. Μια αλήθεια που, όταν μου αποκαλύφθηκε, μάλλον απροσδόκητα, μ` έφερε αντιμέτωπο με μιαν από τις πιο δύσκολες και επικίνδυνες αποφάσεις της ζωής μου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]