Την άνοιξη του 587 μ.Χ. δύο καλόγεροι, ο Ιωάννης Μόσχος και ο μαθητής του Σωφρόνιος ο Σοφιστής, ξεκίνησαν να διασχίσουν ολόκληρη την τότε βυζαντινή αυτοκρατορία, από τις ακτές του Βοσπόρου ως τους αμμόλοφους της Αιγύπτου. Σκοπός τους να συλλέξουν τη σοφία των μοναχών της ερήμου, των Αγίων Πατέρων της βυζαντινής Ανατολής, προτού ο εύθραυστος κόσμος τους . . . εμφανώς σε κατάσταση προχωρημένης ήδη διάλυσης . . . καταστραφεί οριστικά και εξαφανιστεί. Απόσταγμα του ταξιδιού τους ήταν το Λειμωνάριο, ένα βιβλίο που σήμερα κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ως το αριστούργημα της βυζαντινής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Δεκατέσσερις αιώνες αργότερα, ο Γουίλιαμ Ντάλριμπλ ξεκινάει για το Άγιο Όρος το ίδιο ταξίδι με οδηγό τον Μόσχο. Σκοπός του είναι αυτό που καμιά μελλοντική γενιά ταξιδιωτών δε θα μπορέσει να πραγματοποιήσει: ν’ αντικρίσει, όπου αυτό είναι ακόμη δυνατόν, ό,τι αντίκρισαν ο Μόσχος και ο Σωφρόνιος, να κοιμηθεί στα ίδια μοναστήρια, να προσευχηθεί κάτω από τις ίδιες τοιχογραφίες, ν’ ανακαλύψει τι απέμεινε και να καταγράψει την τελευταία αναλαμπή του Βυζαντίου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]