«Τα δάκρυα της νύχτας»:
(Καλοκαιρινό βράδυ. Μικρό δωμάτιο. Μια νέα κάθεται σε ένα μικρό γραφείο, έχει ανάψει μόνο το μικρό φωτιστικό του γραφείου. Από το παράθυρο που βλέπει στην πλατεία έρχονται οι φωνές των περιπατητών. Η νέα μπροστά της έχει ένα τετράδιο. Αρχίζει να γράφει.)
Αγαπημένη μου, σήμερα κλείνει ένας χρόνος απ` το φευγιό σου.
Ένας χρόνος χωρίς εσένα.
Ένας χρόνος χωρίς την ανάσα σου.
Ένας χρόνος χωρίς να μυρίζω το άρωμα του κορμιού σου.
Ένας χρόνος χωρίς το λαμπερό σου χαμόγελο.
Ένας χρόνος...
Αγάπη μου ένα χρόνο κάθομαι στα σκοτάδια και το χάος.
Ένα χρόνο έχω για συντροφιά μου τη σιωπή.
Ένα χρόνο παλεύω στα λασπόνερα με τους δαίμονές μου.
Ένα χρόνο αισθάνομαι σαν παρατημένη και σκουριασμένη άγκυρα σε καρνάγιο εγκαταλελειμμένο.
Ο χώρος μου, τούτο το μικρό δωμάτιο, έγινε και το κολαστήριό μου.
Τα μαλλιά μου μακρύνανε, πήρα και μερικά κιλά.
Η καρέκλα που κάθομαι τρίζει, είναι κι ο μόνος ήχος μέσα στη σιωπή του κολαστηρίου μου και το κρεβάτι μου τρίζει αλλά, δεν αφήνω να το επιδιορθώσουν, δεν θέλω να έχω ύπνο ελαφρύ, δεν θέλω.
Έξω από το παράθυρο ακούγονται φωνές. Είναι από την πλατεία. Απόψε η μικρή μας συνοικία γιορτάζει.
Όλοι είναι μαζεμένοι στην πλατεία που χωρίς να βαρυγκωμά, αντέχει πάνω της, όλους εμάς τους ανθρώπους, με τις καλοσύνες μα και τις κακίες μας, με τα όνειρα για μια ζωή καλύτερη, με το δόξα σοι ο Θεός ή το βόηθα Παναγιά, με το δάκρυ του ανέργου ή το απλωμένο χέρι του μετοίκου [...]