Ο όρος «σύμβολο» στα αρχαία ελληνικά (σύμβολον) δήλωνε ένα σημείο αναγνώρισης, δημιουργημένο με τον χωρισμό ενός αντικειμένου σε δύο μέρη. Δύο πρόσωπα που, απομακρυσμένα το ένα από το άλλο, ήθελαν να διατηρήσουν ένα ίχνος ή μια απόδειξη της σχέσης τους μπορούσαν να κρατήσουν από ένα κομμάτι του αντικειμένου. Όταν έπειτα θα ξανασυναντιόνταν (αν όχι οι ίδιοι, οι διάδοχοί τους ή οι απεσταλμένοι τους), θα μπορούσαν να ανασυνθέσουν τα δύο τμήματα, σε ανάμνηση και μαρτυρία των σχέσεων που τους είχαν ενώσει. Ο Πλάτωνας στο «Συμπόσιο» (190-191) διηγείται ένα μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Ζευς, για να τιμωρήσει τους ανθρώπους, τους είχε χωρίσει σε δύο μέρη, χωρίς να τους ξαναενώσει ποτέ πια. Από τότε, γράφει ο φιλόσοφος, ο καθένας είναι σύμβολον ενός ανθρώπου: είναι το χαμένο μισό μιας ολότητας την οποία ζητά να ανακτήσει. Δεν θα εξαντλήσουμε εδώ την ιστορία του όρου στο τόπο από τον οποίο προήλθε: σ` αυτήν θα σταθούμε επαρκώς στο κεφάλαιο το αφιερωμένο στους Έλληνες. Επισημαίνουμε απλώς ότι η ετυμολογία ήδη επιτρέπει να φανερωθούν ορισμένα χαρακτηριστικά του συμβόλου τα οποία, στις ενότητες που θ` ακολουθήσουν, θα αξιοποιηθούν. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]