Γεννήθηκε διχασμένη η φτωχή μέρα/ που πάλεψε από νωρίς/ στ` ανοιχτά, παρα- / πατούσε αδιάκοπα σε μία/ κακή σκάλα φως/ως να κατρακυλήσει/ στη μονοτονία./ Παραδόθηκε τέλος ήσυχα./ Κι ακόμα/ μια στιγμή προτού κλείσει/ για πάντα τα σβησμένα μάτια της/ κέρδισε κάποιο χρώμα./ Σα μία μικρή ντροπαλή νίκη/ πάνω στην άδικη μοίρα της.