Η Berliner Kindheit γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του τριάντα. Ανήκει στο χώρο της προϊστορίας του μοντερνισμού, για τον οποίο ο Μπένγιαμιν αγωνίστηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων της ζωής του, και είναι το αντικειμενικό αντίβαρο στη θεματική ύλη που ερανίστηκε για το έργο που σχεδίαζε να γράψει για τις στοές του Παρισιού. Τα ιστορικά αρχέτυπα που ήθελε να αναπτύξει σ` αυτό από την πραγματοκοινωνική και φιλοσοφική τους προέλευση, έπρεπε στο βιβλίο του για το Βερολίνο να αναδυθούν ξαφνικά μέσα από την αμεσότητα της ανάμνησης, τη δύναμη της οδύνης για το ανεπίστρεπτο όλων αυτών, που άπαξ και χάθηκαν συμπυκνώθηκαν για να γίνουν η αλληγορία της προσωπικής του καταστροφής. Διότι οι εικόνες που ανασύρει και μας τις φέρνει κοντά μ` έναν παράδοξο τρόπο, δεν είναι ειδυλλιακές ούτε στοχαστικές. Αιωρείται επάνω τους η σκιά του χιτλερικού Ράιχ. Με τρόπο ονειρικό, παντρεύουν τη φρίκη που ξυπνά το τελευταίο με πολύ παλαιότερα γεγονότα. Το αστικό πνεύμα συνειδητοποιεί πανικόβλητο, μέσα από την καταρρέουσα αύρα του προσωπικού του παρελθόντος, ότι η υπόστασή του είναι πλασματική. Τον χαρακτήρα του βιβλίου τον καθορίζει το γεγονός ότι ο Μπένγιαμιν δεν έζησε για να δει τη δημοσίευση του έργου του στο σύνολό του και ότι μέσα στις δυσχερείς συνθήκες των πρώτων χρόνων της μετανάστευσης, αναγκάστηκε να παραχωρήσει πολλά από τα κείμενα στις εφημερίδες Frankfurter και στη Vossische Zeitung, υπογράφοντας τα συχνά με ψευδώνυμο. Η ατμόσφαιρα στους χώρους που πρόκειται να αναδυθούν στην επιφάνεια μέσα από τις περιγραφές του, είναι θανάσιμη. Επάνω τους πέφτει το βλέμμα του καταδικασμένου, και ως καταδικασμένους τους αντιλαμβάνεται. Τα συντρίμμια του Βερολίνου αντιστοιχούν στις εννευρώσεις της πόλης του 1900. [. . .]
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]