Από το πρώτο του φάσκιωμα έμαθε ποιος είναι. Προτού προλάβει ν` αγαπήσει τη ζωή, αγάπησε την πατρίδα του. Με τ` όνομά της τον νανούριζε η μάνα του. Και όλα, μα όλα τα βράδια, οι ιστορίες του τόπου του βρίσκονταν μια ανάσα πριν απ` το «καληνύχτα». Ήξερε ότι δεν έπρεπε να λέει δυνατά πως είναι Κούρδος κι έβγαλε το θυμό του, παιδί ακόμα, χαστουκίζοντας το άγαλμα του Κεμάλ. Από τότε γνώρισε όλες τις φυλακές της Τουρκίας. Τα βασανιστήρια σημάδεψαν το κορμί και το μυαλό του. Βγήκε στο αντάρτικο, στο Αραράτ. Είδε συντρόφους του να πεθαίνουν για την πατρίδα, γυναίκες και παιδιά να γίνονται λάφυρα στα χέρια του θανάτου, ώσπου δραπέτευσε. . . Κι είχε μαζί του μόνο ένα μικρό κομμάτι σχισμένης επιστολής. . . Τώρα πια, απ` την Ελλάδα, από αυτή τη δεύτερη πατρίδα του, αγωνίζεται για να ελευθερωθεί το Κουρδιστάν, αλλά και να εκπληρώσει μια υπόσχεση: να κάνει για όλους τους Κούρδους αγωνιστές ένα μνημείο στο Αραράτ, με ένα καντηλάκι που θα καίει πάντα όπως έκαιγαν κι οι ψυχές τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]