Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως η Ελλάδα, τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια, έχει εμπλακεί σε μια δίνη και σε μια κρίση, όχι μόνο οικονομική αλλά και ηθική και κοινωνική και, ιδίως, πολιτική. Με μια λέξη `εθνική`, με όλες τις έννοιες, που η λέξη αυτή εμπεριέχει. Ζούμε τραγικά κρίσιμες και επώδυνες στιγμές.
Θέσεις εργασίας χάνονται καθημερινά, οι υπέρογκοι και δυσβάσταχτοι φόροι και η στέρηση της ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο απειλούν και αυτή ακόμα τη ζωή μας και την ύπαρξή μας -απόδειξη του τελευταίου οι αυτοκτονίες, οι οποίες αποσιωπούνται συνήθως από τους αρμόδιους της μαζικής ενημέρωσης-, η δημόσια υγεία, που δεν διασφαλίζεται, τα παιδιά, που λιμοκτονούν, οι μετανάστες, που έρχονται απρόσκλητοι, τα μαγαζιά, που κλείνουν, η Αθήνα, που αδειάζει, η εγκληματικότητα, που αυξάνεται επικινδύνως, τα τρομακτικά αδιέξοδα στην πολιτική μας σκηνή, για να αναφέρουμε ορισμένα από τα συμπτώματα της κρίσης, δεν παρέχουν προοπτικές για ταχεία ανάταξη της κοινωνίας και της οικονομίας. Βεβαίως, η πατρίδας μας δεν είναι η μόνη, μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο, που βρίσκεται σ` αυτή την κατάσταση. Δεν είναι η μόνη, η οποία αναγκάστηκε να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για στήριξη της οικονομίας της. Είναι, επίσης, αποδεδειγμένο πως το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τα δεινά της Ευρώπης το φέρουν οι ισχυροί ηγέτες της, οι οποίοι εφαρμόζοντας μια πολιτική σκληρής λιτότητας, σε ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης, οδήγησαν την οικονομία τους σε μαρασμό και την κοινωνία τους την ωθούν προς την εξαθλίωση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η πολιτική των Μνημονίων έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική και απάνθρωπη.
Είναι, όμως, και δεδομένο πως για να εγκαθιδρυθεί μια κρίση σε μια χώρα, σε μια κοινωνία, πρέπει να βρει πρόσφορο έδαφος. Και αυτό το έδαφος το προετοιμάζαμε, όπως διαπιστώσαμε, εδώ και χρόνια. Με την πελατειακή μας συμπεριφορά, με την παθογένεια της πολιτικής μας ζωής, με τις λάθος δομές του κρατικού μας συστήματος και με πολλούς άλλους παράγοντες, οι οποίοι επέτρεψαν και διευκόλυναν την εμφάνιση και την εδραίωση της κρίσης.
Επομένως, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως στην εξόχως δυσχερή οικονομική, πολιτική και κοινωνική συγκυρία, την οποία βιώνει η πατρίδα μας, πολλοί είναι οι λόγοι, που επιβάλλουν μια ενδοσκοπική ματιά στο ιστορικό της παρελθόν, ώστε να ενισχυθεί η ιστορική μας συνείδηση και να ενδυναμωθεί εκ νέου ο αυτοσεβασμός και η εθνική μας αξιοπρέπεια. Ταυτοχρόνως, όμως, η ενατένιση του παρελθόντος θα οδηγήσει στη γένεση μιας ελπίδας, που τόσο την έχουμε ανάγκη, εφόσον θα διαπιστώσουμε και πάλι πως η χώρα μας ήταν και είναι μια μικρή κρατική οντότητα, ένας λιλιπούτειος παίκτης στη διεθνή σκακιέρα, ο οποίος από τη στιγμή της επανίδρυσής του σε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, το 1830, διήλθε μέσα από συμπληγάδες, άπειρες φορές, στο πέρασμα των δύο αιώνων της επανίδρυσής του. Πέρασε μέσα από δύσκολες ατραπούς, στον τομέα των διεθνών της σχέσεων με τα άλλα κράτη της διεθνούς κοινότητας, πολλές φορεί δυσοίωνες, αρκετές φορές αδιέξοδες ή που φάνταζαν πως οδηγούσαν σε τέλμα ή στην ολοκληρωτική καταστροφή της· το τέλος, όμως, ανασταινόταν από την τέφρα της, σχεδόν. [...]
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]