Στον τόμο αυτό συγκεντρώνονται οι συνεντεύξεις και συνομιλίες του Άγγελου Σικελιανού και οι απαντήσεις του σε διάφορες δημοσιογραφικές ή φιλολογικές έρευνες, κείμενα που, με την εξαίρεση ελαχίστων αναδημοσιεύσεων, βρίσκονταν ως τώρα διάσπαρτα σε ποικίλα έντυπα του ημερήσιου και του περιοδικού Τύπου. Στα δημοσιεύματα ετούτα αποτυπώνονται σημαντικές όψεις της δημόσιας και ιδιωτικής πορείας του Σικελιανού, από την περίοδο προετοιμασίας των `Δελφικών Εορτών`, το 1926, έως τα τέλη της ζωής του (19 Ιουνίου 1951), προσφέροντας στους μελετητές και τους αναγνώστες του μιαν ακόμη δυνατότητα για την πληρέστερη προσέγγιση και κατανόηση του έργου του.
Ο προφορικός λόγος -κυρίως- και η εξομολογητική διάθεση που προκαλεί η ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας και αυθορμησίας των συναντήσεων, δίδουν, στις περισσότερες συνεντεύξεις, αρκετά διαφορετικό ύφος από εκείνο των άλλων πεζών κειμένων ή της επιστολογραφίας του Λευκάδιου δημιουργού. Συμβάλλει βέβαια καθοριστικά η καταγραφή τους στη γλαφυρή καθαρεύουσα των ετών 1926-1939 είτε στη δόκιμη δημοτική των ετών 1945-1953 -στο ύφος και το ήθος μιας άλλης εποχής του ελληνικού Τύπου.
Στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα η ποιητική ιδιότητα διατηρεί ακόμη ακέραια την αίγλη της. Ο ποιητής είναι πρόσωπο ξεχωριστό στην κοινωνία, φορέας των πολυτιμότερων στοιχείων του πολιτισμού ενός τόπου· ανήκει `δικαιωματικά` στο χώρο του Μύθου και της Ιστορίας. Ο ίδιος ο Σικελιανός περιβάλλεται, από το ξεκίνημά του, κι εντονότερα μετά την αφοσίωσή του στη `Δελφική Προσπάθεια`, με την αχλύ ενός μυστηρίου. Η διαμονή του εκτός Αθηνών (στη Συκιά Κορινθίας, στους Δελφούς, στην Ελευσίνα, αργότερα στη Σαλαμίνα) επιτείνει τις δυσκολίες για όσους θα ήθελαν να τον συναντήσουν. Η απουσία του ενισχύει τη σχετική μυθολογία. Αλλά η επικοινωνία μαζί του, όταν επιτευχθεί, δεν θα είναι άκαρπη. Εύκολα παρατηρείται στην καταγραφή των συναντήσεων αυτών η επιβολή της μορφής και της προσωπικότητάς του, πού εντυπωσιάζουν ακόμη και τον κακοπροαίρετο επισκέπτη· η απροσποίητη ευγένεια, η καλοσύνη, η ολική του αφιέρωση στον πνευματικό αγώνα, `αφοπλίζουν` τη φιλόψογη ή αδιάκριτη ματιά του δημοσιογράφου, μετατρέποντάς την σε βλέμμα συμπάθειας, νηφαλιότητας, και θαυμασμού. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]