Η κατάρρευση άρχισε ύπουλα, σαν όλες τις ψυχικές ασθένειες, και μάλιστα σε μια εποχή που ένιωθα σιδερένιος και χωρίς εκκρεμότητες.
Καθόμουνα με κάποιον φίλο σε ένα πολυσύχναστο καφενείο του κέντρου και γλωσσοκοπανάγαμε, όπως κάνουν όλοι όσοι, πίνοντας καφέδες και χαζεύοντας τους περαστικούς, κλέβουν μερικές ώρες από το Θεό, όταν ξαφνικά μου ήρθε λες ο ουρανός σφοντύλι. Το φως χαμήλωσε σαν να έγινε μερική έκλειψη και τα πράγματα ένα γύρο υπέστησαν μια ισχυρή καθίζηση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]