Στο γύρισμα του αιώνα κάποιες γραφές, εικόνες μα και μουσικές μιλούν αιρετικά. Για όσα βλέπουν, για όσα υποθέτουν. Και από νέους, στενότατους δρόμους τα βάθη μας, τα πιο προσωπικά, σιγά σιγά τα πλησιάζουν. Την κατεξουσίαση που αδιόρατα ασκείται επιδιώκουν να ξεσκεπάσουν· και με τρόπους έμμεσους, συμβολικούς ή ελλειπτικούς, τα νόμιμα προσπαθούν να αμφισβητήσουν. Όχι τόσο γιατί φοβούνται μήπως με φανερές δηλώσεις ενοχλήσουν - αυτό το `χανε έγκαιρα ξεπεράσει - αλλά γιατί σκεφτόντουσαν πως, έτσι πράττοντας, πιο περιέργους θα μπορούσαν να μας κάνουν. Έστω κι αν στην αρχή του νέου τους λόγου λίγοι θα εννοούσαμε αυτά που θέλανε να πούνε. Κοινό ιδίωμα ο «εξωτικός» τους κόσμος. Από ελληνιστικές παραλλαγές και από «αρχαϊκά» απομένοντα ξεκινάνε. Και την κατάκρισή τους απευθύνουν σε ό,τι υποκριτικό και κίβδηλο τους φαίνεται πως την ελευθερία μας φυλακίζει. Κι από ελπίδες; Τις υπαινίσσονται μονάχα. Μήπως και κάποιοι άλλοι, τώρα περισσότεροι, πιο γνήσιοι αποφασίσουν να φανούνε.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]