Ποιήματα, σημειώσεις και σπαράγματα συνθέτουν την υποβλητικά σκοτεινή γλώσσα του Συμεών Βάλα. Ενός σχεδιάσματος που υποκρίνεται το ποίημα στην ολότητά του ή ενός ποιήματος που επικαλείται τον λόγο στην αποσπασματική εκφορά του.
Άλλωστε, το ποίημα είναι πάντα η φωνή του ποιήματος και η φωνή του Συμεών Βάλα είναι ο ίδιος ο Συμεών Βάλας. Άρνηση ή πίστη, η φωνή του εν λόγω ποιήματος φέρνει τα βήματα του αναγνώστη μπροστά στο άγνωστο πρόσωπο ενός νέου άντρα. Και τότε, ανεβαίνει μέσα του -σαν δράμα- το παρακάτω ερώτημα: Ποιος είναι, τελικά, ο Συμεών Βάλας;
[Αδύτου μηνός. Νύκτα πρώτη.] Ότι αγρυπνούσα ύπνο ερπετό τον πυρετό οφθαλμό κι` επάνω μου κρεμότανε σπαθί γυμνό στην αιχμηρή του ακινησία. Κι` αίφνης ο λόγος κραύγασε στήθος ανάσες στη φωνή μου: "Και αν αίμα· και αν όψη·και αν μένος που υπέφερα άνανθο ξύλο τον τροχό κατά τη δαίμονα φορά του, θυμήσου: Αυτός εκδικεί· Αυτός αξιώνει· Αυτός επιβάλλει μια νέα δυναστεία των παθών· σκυφτή, ασάλευτη μορφή, μέσα στην ύστατη παντοδυναμία της, διατάζει: ``Έξω, ο λαός σφαδάζει με γλώσσα ικετήρια την πόλη· αφήστε τον να πεθάνει, αφήστε τον να πεθάνει``".
[απόσπασμα από το βιβλίο]