Πώς θα `βλεπα τα χρώματα/ κανούργια/ τις αποχρώσεις ατελείωτες/ να πλέκουν μέσα η μια/ στην αγκαλιά της άλλης/ δεν το `χα φαντασθεί./
Κι όσο μίκραινε ο χρόνος/ κι οι κινήσεις μου λιγόστευαν/ τόσο γινόνταν εντός μου/ πιο θρασύ/ ένα ολογάλαζο ουράνιο/ χορευτικό μεθύσι.