Την απόλυτη ευτυχία δεν τη γύρεψα με ζήλο· θα ήταν σαν να ήθελα ν` αγκαλιάσω ολάκερο τον ουρανό κι η αγκαλιά μου δεν τον χωρούσε. Όποτε με θυμόταν, διάβαινε εκείνη το κατώφλι μου· τρώγαμε από το ίδιο πιάτο και γελούσε ξεδιάντροπα αν έλεγα πως άφηνα πίσω μου φτερά όταν περνούσα Συμπληγάδες. Μ` αγάπησε η ζωή και είπε: «Αντέχει αυτή, ας` τη να τα δοκιμάσει όλα: χαρές και λύπες και αγάπες, που θα χαθούνε όλες με τον ίδιο παράδοξο τρόπο». Ανεξήγητες συμπτώσεις, μυστικά που βαραίνουν, παράξενα γεγονότα ξεστρατίζουν το νου και αφανίζουν τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Τελικά ποιος αντιγράφει τον άλλο; Η ζωή ή ο μύθος; Η ζωή μας. . . τρελός χορός σε ακροκέραμο. . . μια περιπέτεια τόσο διαφορετική και τόσο όμοια με των άλλων. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]