Η ταµπέλα της ταβέρνας έγραφε "Η µπουγάδα του πεπρωµένου".
Επειδή ο Βενέτος είχε τη γνώμη πως τα απωθημένα μας χρειάζονται συχνά-πυκνά μπουγάδιασμα για να μη γαριάζουν το πεπρωμένο μας.
Όπως τα ασπρόρουχα που όταν γαριάζουν θέλουν πλύσιμο ένα ένα ξεχωριστά, έτσι και τα απωθημένα μας πρέπει να τα διαπραγματευόμαστε ένα ένα μέχρι να ασπρίσουν οι σκιές που ρίχνουν στην ψυχή μας.
Ο Λευτέρης ξεκίνησε καθυστερημένα την μπουγάδα του πεπρωμένου του. Βιαστικά προσπάθησε να τα επαναδιαπραγματευθεί όλα μαζί, μα πάνω απ` όλα έβαλε τον ανεκπλήρωτο νεανικό έρωτα για τη Βαλεντίνα. Πήρε στα σοβαρά την εκδοχή του Βενέτου για την πραγματικότητα, αλλά δεν μέτρησε τη σημασία που έχει στο ξεγάριασμα τα γαριασμένα να πλένονται χωριστά.
Έτσι οι σκιές των απωθημένων του γίναν σκιές του πεπρωμένου του και το μόνο που κατάφεραν είναι να δώσουν καινούργιο όνομα στην ταβέρνα.