Απόψε λοιπόν ξανατρέξαμε μες στο δικό μας όνειρο, κι οι δυο με μεγάλη λαχτάρα να βρεθούμε στο αχυρένιο σπίτι. Φτάσαμε την ίδια στιγμή, μ` αλίμονο δεν το καταφέραμε να μπούμε μέσα. Απλώναμε τα χέρια μας μα δεν πλησίαζαν τα δικά μου τα δικά του. Όλο κι απομακρύνονταν τα χέρια του Αλέξανδρου μέχρι που χάθηκε κι ο ίδιος μέσα σ` ένα σύννεφο και σ` έναν αγέρα δυνατό. Σαν άψυχο χτυπιόταν τα κορμί του μέχρι που χάθηκε μέσα στη γη. Ο ίδιος ο αγέρας έγινε ακόμη πιο σφοδρός και καταστροφικός. Διέλυσε το σπίτι που `χαμε χτίσει με τις αχυρένιες μπάλες και σκόρπισε τ` άχυρα μέχρι τον ουρανό και ως τη θάλασσα. Κι έκλαιγαν οι γλάροι λες και ήταν Γκιώνηδες. Έκλαιγαν... δεν μπορούσαν να πετάξουν.
Και να πιο πέρα προς τα κει που ήταν η θάλασσα, μέσα από την αχυρένια λάσπη, προβάλλει μια γοργόνα με τη μορφή μου πληγωμένη και κλαμένη. "Που είναι ο Μέγας Αλέξανδρός μου;" φώναζε κι εσπάρασε... Κι οιο γλάροι άρχισαν να κλαίνε, να κλαίνε ασταμάτητα.