`Το Βάλτο τον σκέπαζε πυκνή καταχνιά. Ο αέρας ήταν βαρύς από αναθυμιάσεις και αποφορά σαπισμένων χόρτων. Το χώμα υγρό, λασπιασμένο, κολλούσε στα πόδια. Η υγρασία και το κρύο έπιανε στα κόκαλα. Οι άντρες προχωρούσαν αργά, κάπως αποθαρρημένοι. Φυτά χαμηλά και καλαμιές τους έκοβαν το δρόμο. Οι αρχηγοί σώπαιναν και πήγαιναν σφίγγοντας τα δόντια τους. Αυτή ήταν λοιπόν η Λίμνη των Γιαννιτσών; Αυτός ο υγρός και σκοτεινός βάλτος, όπου θα κατοικούσαν, αμφίβια και αυτοί, για μέρες, κι εβδομάδες, και μήνες... ίσως και να πέθαιναν εκεί μέσα; Λυγερός και λαφροπάτητος ξεγλιστρούσε ο Αποστόλης μέσα σε φυτά και καλαμιές, πατώντας όπου ήταν μια σπιθαμή ξερή και τον ακολουθούσαν οι άντρες, σιωπηλοί και σκυθρωποί. Σκιές σηκώθηκαν μπροστά τους, ξεχώρισαν στο λυκόφως της αυγής. Ήταν αντάρτες, από τα Ελληνικά σώματα τα κλεισμένα στη Λίμνη. Ειδοποιημένοι είχαν βγει να παραλάβουν τους νεοφερμένους και να τους οδηγήσουν στην πιο κοντινή σκάλα του Βάλτου. Χαρούμενοι άπλωναν κι έσφιγγαν χέρια, αντάλλαζαν καλωσορίσματα, πρόσφερναν να ξεφορτώσουν τους κουρασμένους άντρες. Τους κοίταζαν οι αρχηγοί αμίλητοι. Αυτοί ήταν οι πολεμιστές του Βάλτου; Αυτές οι ισχνές, κιτρινιάρικες ανθρώπινες σκιές; Με αυτούς θα πολεμούσαν τους Βουλγάρους; Έτσι θα γίνουνταν σε λίγο και αυτοί; Ο Αποστόλης είχε πιάσει κιόλα κουβέντα μ` έναν από τους άντρες`...