`Εμελλε όμως σ` αυτή την ταράτσα, που η Βέρα, άλλοτε μόνη και άλλοτε με μια παιδική της φίλη, συνήθιζε να πηγαίνει να παίζει, να χορεύει και να τραγουδάει, ν` αφήσει τελείως ανυποψίαστη κάποια στιγμή -και πολύ ενωρίς μάλιστα- οριστικά μαζί με τα παιχνίδια της και την παιδική της ξεγνοιασιά. `Ενας δρόμος άγνωστος, εντελώς απρόσμενα και άκαιρα, ανοιγόταν μπροστά της και έπρεπε να τον περπατήσει. `Ητανε δύσβατος. Δεν το διέκρινε. Και πώς, άλλωστε, να το διακρίνει ένα τόσο μικρό παιδί; Και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε, ίσως, να προβλέψει ή να φανταστεί τότε πως τ` αθώα αυτά παιχνίδια θα γινόνταν η αφορμή για στενοχώριες και εμπειρίες τέτοιες, που σίγουρα δεν τις χρειαζόταν σ` αυτή την ηλικία. Περνούσε ο καιρός; Κυλούσε ο χρόνος; `Η έτρεχε η Βέρα ασυγκράτητη, με ταχύτητα αστραπής, να περάσει τα σύνορα που ορίζουν απο τη μια μεριά τη ζωή και από την άλλη τον θάνατο; Ή την αθανασία μήπως; (Η ιστορία της Βέρας είναι πραγματική).
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]