Ο Μάλκο κοίταξε γύρω του. Υπήρχαν λίγα μόνον ζευγάρια. Κανένας δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
- Τι τρέχει; ρώτησε η Κάρλα Μπετέγκα βλέποντας την έκφρασή του.
- Τραβήξου, της είπε ο Μάλκο.
Έβγαλε, κάτω από το τραπέζι, το Ζάσταβα από τη ζώνη του και το όπλισε. Όταν σήκωσε τα μάτια, οι τρεις φονιάδες σχημάτιζαν ένα τόξο μπροστά του και τον κοίταγαν ατάραχοι. Κατάλαβε τότε ότι με ένα απλό πιστόλι θα σκότωνε ίσως τον έναν, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να αντιμετωπίσει τους δύο άλλους που τον εμπόδισαν να φτάσει στη στεριά.