Αυτό το καλοκαίρι η Ίμοτζεν παύει πια να είναι παιδί. Πιάνει δουλειά σ` ένα πανδοχείο και γίνεται μέλος μιας ομάδας που διεκδικεί ανθρώπινη μεταχείριση για τους αιτούντες άσυλο λαθρομετανάστες που ζουν στην περιοχή, ανεπιθύμητοι από τους περισσότερους ντόπιους. Η Ίμοτζεν αντιλαμβάνεται ότι ο θετός γιος του ιδιοκτήτη του πανδοχείου παρακολουθεί κάθε της κίνηση. Αγνοεί όμως τη διαρκή παρουσία στη ζωή της ενός ανθρώπου κακόβουλου, η σχέση της με τον οποίο παρά λίγο να έχει τραγική κατάληξη. Στο μεταξύ, η αγάπη της για τον Φαρίντ, έναν από τους λαθρομετανάστες, γίνεται όλο και πιο βαθιά και, όταν η αστυνομία επιχειρεί να τον απελάσει στο Αφγανιστάν, η Ίμοτζεν του προσφέρει καταφύγιο, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κερδίσει χρόνο και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια κοινή μελλοντική ζωή.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]