Η Ραχήλ, λουτράρισσα από τις πιο παλιές στα Δημόσια Λουτρά της Βασιλέως Κωνσταντίνου στο Παγκράτι, έβγαλε το γάντι το τραχύ, με την ανάποδη του χεριού της σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο της, ύστερα τα μακριά της δάχτυλα, μ` εκείνα τα νύχια βαμμένα πάντα κόκκινα στο χρώμα της φωτιάς, χώθηκαν στο αναμαλλιασμένο της κεφάλι. Τα μάτια της ταξίδεψαν, τάχα αδιάφορα, το σμαραγδένιο τους βλέμμα στη μισοσκότεινη γεμάτη υδρατμούς αίθουσα. Στάθηκαν φευγαλέα στα ιδρωμένα κορμιά έτσι όπως κάθονταν στις πέτρινες γούρνες του χαμάμ, παραδομένα στη χαύνωση της ζέστης.
Με μία μόνο κίνηση μάζεψε τις πυρόξανθες μπούκλες των μαλλιών της ψηλά και τις στερέωσε μ` ένα χτένι φανταχτερό, παλιομοδίτικο, στολισμένο με πέτρες ψεύτικες και στρας που έβγαλε επιδεικτικά από την τσέπη της λευκής της ρόμπας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]