(. . .) Ο πατέρας της πουλούσε δερμάτινα γάντια στο Μπαλτσούγκ. Οι καθωσπρέπει άνθρωποι τον φώναζαν Σάμι και τον φόρτωναν καρπαζιές. Και η μάνα της δεν ήταν καλύτερη. Την πήρε αυτός, μάζεψαν μαζί κάποιο κεφάλαιο και αναρριχήθηκαν στην εμπορική τάξη - και τώρα η κόρη θέλει να γίνει πριγκίπισσα. Κι όλα αυτά χάρη στο χρήμα. Τι παραπάνω έχει αυτή από μένα; Κι όμως πρέπει να τρέχω από πίσω της. Ο Θεός ξέρει τι ανατροφή της έδωσαν: περπατάει σαν ελέφαντας που σέρνεται. Όσο για τα γαλλικά ή το πιάνο, λίγο από το ένα, λίγο από το άλλο, και αποτέλεσμα μηδέν. Κι όταν αρχίζει να χορεύει - αναγκάζομαι να βουλώνω το στόμα μου μ` ένα μαντίλι.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]