`Κρατάμε κάτι σφιχτά στα χέρια μας, στο ένα την τσάντα, κρατιόμαστε όμως και μεταξύ μας οι τρεις συμμαθήτριες και φιλενάδες, και γελάμε στο φακό. Περπατάμε στο δρόμο γυρίζοντας απ` το σχολείο, μάλλον το Γυμνάσιο, όπου είχαμε μόλις εισαχθεί - γιατί φοράμε μαύρες ποδιές με άσπρους γιακάδες. Είναι φωτογραφία ενσταντανέ, όπως τη λέγαμε. Τρία κοριτσάκια κοντούλικα, με κοτσιδούλες, η Νινέττα στη μέση προτείνοντας το λαμπερό προσωπάκι της με τεράστιο χαμόγελο. Φοράει ένα παλτουδάκι που δένει μπροστά σταυρωτά, φαίνεται λίγο ο λευκός γιακάς της μαύρης ποδιάς της. Δίπλα της εγώ με μια καμπαρτίνα ανοιχτή μπροστά, κι η άλλη συμμαθήτρια... αλήθεια, πώς τη λέγαν;`
Πώς γλυκαίνουν οι τσουκνίδες; Πώς ζωντανεύουν οι αναμνήσεις; Μέσα από τις κιτρινισμένες φωτογραφίες μιας οικογένειας περνούν σκηνές μιας ολόκληρης εποχής του περασμένου αιώνα, σαν ενσταντανέ, αφήνοντας, όπως κι η ίδια η ζωή, μια γλυκόπικρη γεύση...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]