Πεθαμένους βλέπαμε συχνά, από την πιο τρυφερή μας ηλικία, άλλως τε το Νεκροταφείο του Πύργου βρισκόταν δίπλα μας, αρκετές φορές παίζαμε κρυφτό ανάμεσα σε περικαλλείς τάφους, εξαίσια ταφικά μνημεία με την υπογραφή του γλύπτη, Αρμακόλας εποίει κ.ά., για να μην θυμηθώ έναν μικρό λαγό, στην Κατοχή, που τελικά τον στριμώξαμε μέσα σε ένα ρημαγμένο κενοτάφιο. Οι κηδείες ήσαν συχνότατες, και απ` ό,τι θυμάμαι τότε άρχισαν να σκεπάζουν συστηματικά το φέρετρο (οι νεκροί από πείνα πρήζονταν και τουμπάνιαζαν αγρίως), ενώ προπολεμικά το φέρετρο με τον νεκρό ταξίδευε ανοιχτό, φερόμενο επί των ώμων τεσσάρων ανθρώπων (αμάξια ειδικά δεν υπήρχαν), για να καταλήξει δια των κεντρικών οδών της πόλεως στην τελευταία εκάστου κατοικία. Το καπάκι το κρατούσε όρθιο ειδικός νεκροπομπός, προηγούμενος του φέρετρου και αμέσως μετά τον παπά και τα εξαπτέρυγα. Πάντως σε καμιά περίπτωση δεν χρησιμοποιούσαμε για τον πεθαμένο την λέξη πτώμα. Πτώματα αποκαλούσαμε αποκλειστικά τους εκτελεσθέντες. Οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει πολλούς πατριώτες στην περιοχή, οι συνεργάτες είχαν κουβαλήσει στην πόλη κομμένα κεφάλια ανταρτών, στις ομαδικές όμως εκτελέσεις που έκαναν ως αντίποινα την πλήρωναν άμοιροι χωρικοί και απλοί κατάδικοι του κοινού δικαίου. Τους έθαβαν όλους επί τόπου, που και που μπορεί ακόμη να συναντήσει κανείς κάποιον ομαδικό τάφο με έναν σταυρό και τα ονόματα αυτών που εκτελέστηκαν, συνήθως όμως δεν υπάρχει κανένα τέτοιο σημείο, δεν το επέτρεψαν οι επικρατήσαντες. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]