Ο σκοπός της μελέτης αυτής είναι η εξέταση του προβλήματος των τιμών μεταβίβασης (δηλ. των υπερκοστολογήσεων των εισαγωγών και των υποκοστολογήσεων των εξαγωγών) των πολυεθνικών εταιρειών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τη δύναμη που διαθέτουν οι επιχειρήσεις αυτές στα πλαίσια της ελληνικής οικονομίας. Πραγματικά, η δύναμη των πολυεθνικών επιχειρήσεων τους επιτρέπει να παρακάμπτουν πολλές φορές τους στόχους της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής διαφόρων χωρών, εφαρμόζοντας πρακτικές μεγιστοποίησης του κέρδους τους σε παγκόσμια κλίμακα. Μεταξύ των πρακτικών αυτών οι τιμές μεταβίβασης (Transfer pricing) των πολυεθνικών εταιρειών αποτελούν τον καλύτερο και ευκολώτερο τρόπο, με τον οποίο πετυχαίνεται η μεγιστοποίηση του κέρδος του πολυεθνικού συγκροτήματος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η δύναμη των πολυεθνικών εταιρειών προκύπτει από την οικονομική τους επιφάνεια όχι μόνο στον εθνικό τους αλλά και στον παγκόσμιο χώρο. Η τεράστια οικονομική τους επιφάνεια που πολλές φορές ξεπερνά κι εκείνη διαφόρων χωρών, απορρέει από τις τεχνολογικές τους γνώσεις, την κάθετη και οριζόντια συγκέντρωσή τους και την επέκτασή τους σε πολλές συγχρόνως (παραγωγικές, χρηματιστικές, εμπορικές) δραστηριότητες. Έτσι οι πολυεθνικές εταιρείες μπορούν να ελέγχουν ένα μεγάλο ποσοστό της παραγωγής, του εργατικού δυναμικού, της αποταμίευσης, των επενδύσεων κ.λπ. πολλών χωρών συγχρόνως, πράγμα που τους επιτρέπει να αντιτίθενται στην οικονομική πολιτική (φορολογική, πιστωτική, νομισματική κ.λπ.) μιας χώρας, όταν αυτή δεν εξυπηρετεί το γενικότερο συμφέρον του πολυεθνικού συγκροτήματος. Μπορούν δε οι επιχειρήσεις αυτές όχι μόνο να παρακάμψουν τις νομοθετικές ή άλλες διοικητικές διαδικασίες, αλλά και να εξουδετερώσουν τα μέτρα της γενικότερης οικονομικής πολιτικής προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους.
Με βάση την τεχνολογική, παραγωγική, επενδυτική και εμπορική τους δύναμη, οι πολυεθνικές εταιρείες επιβάλλουν δυσμενείς όρους κατά την εγκατάσταση και λειτουργία τους σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, πράγμα που κάνει τη δύναμη τους ακόμα μεγαλύτερη στα πλαίσια των χωρών-δεκτών. Η δύναμή τους αυτή γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν οι χώρες αυτές, προκειμένου να επωφεληθούν από τις τεχνολογικές γνώσεις των επιχειρήσεων αυτών, τους παραχωρούν προνόμια και διευκολύνσεις που δεν διαθέτουν οι εγχώριες επιχειρήσεις.
Αποτέλεσμα της δύναμής τους αυτής είναι να μπορούν να εφαρμόζουν μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή πολιτική, να πετυχαίνουν ψηλά κέρδη που μεταφέρουν στο εξωτερικό με την τεχνική των τιμών μεταβίβασης.
Η έρευνα του προβλήματος των τιμών μεταβίβασης είναι στενά συνδεδεμένη μ` εκείνη της δύναμης των πολυεθνικών εταιρειών στα πλαίσια μιας οικονομίας. Πραγματικά, είναι αδύνατο να μελετηθούν οι τιμές μεταβίβασης, αν πρώτα δεν διερευνηθεί η δύναμη των εταιρειών αυτών στην ελληνική οικονομία. [...] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)
[...] Οι ειδικοί που διάβασαν τη μελέτη αυτή και έκαναν χρήσιμες παρατηρήσεις είναι πολλοί. Επίσης, η έρευνα αυτή δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς τη συμβολή πολλών προσώπων και φίλων. Ο συγγραφέας αισθάνεται πολύ υποχρεωμένος σ` όλους εκείνους που τον βοήθησαν. Ειδικότερα θα ήθελε να ευχαριστήσει τους καθηγητές Κ. Βαΐτσο (Sussex University), Α. Λάζαρη (Ανωτάτη Βιομηχανική Πειραιώς) και Ε. Δρανδάκη (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.) , τον Δρ. Θ. Γκανιάτσο (εμπειρογνώμονα της Unctad), όπως επίσης και τον Χάρη Γολέμη (MSc του University College), που έκαναν στο συγγραφέα σημαντικές υποδείξεις. Η συμβολή των Χ. Γολέμη, Γ. Καλογήρου (πτυχιούχου του Ε.Μ.Π. και MSc του Πανεπιστημίου Strathclyde της Γλασκώβης) και Β. Πετσάλα (πτυχιούχου του Ε.Μ.Π.) υπήρξε ουσιαστική και χωρίς αυτούς η μελέτη αυτή δεν ήταν δυνατό να δημοσιευθεί. Τέλος, οφείλω να ευχαριστήσω τους Φ. Πονηρό (οικονομολόγο) καί Ν. Φώσκολο, για την επιμέλεια του κειμένου. Φυσικά για τα τυχόν σφάλματα ευθύνεται μόνο ο συγγραφέας.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]