Συχνά σκέφτομαι, πόσο ενδιαφέρον θα ήταν ένα περιοδικό, εάν ο συντάκτης του έδινε - θέλω να πω, εάν μπορούσε να δώσει - λεπτομερώς, και βήμα προς βήμα, τη διαδικασία εκείνη μέσω της οποίας η οποιαδήποτε σύνθεσή του θα έφτανε στον απόλυτο βαθμό ολοκλήρωσης. Το λόγο που ένα τέτοιο έντυπο δεν έχει ακόμη εκδοθεί, δεν μπορώ με βεβαιότητα να εκφράσω - ίσως όμως, περισσότερο να οφείλεται σε καθαρή παράλειψη. Η πλειονότητα των συγγραφέων, και ειδικότερα των ποιητών - προτιμά κατά τη σύνθεση ένα είδος εκλεπτυσμένης φρενίτιδας, μια εκστατική διαίσθηση, και διακατέχεται από τρόμο στην ιδέα να αφήσει το κοινό να ρίξει μια ματιά πίσω από τα σκηνικά, στις εξονυχιστικές και αμφιταλαντευόμενες ωμότητες της σκέψης - στις πραγματικές επιδιώξεις που δράττονται μόνο την ύστατη στιγμή - στις αναρίθμητες φευγαλέες ιδέες που δεν καταλήγουν στην πλήρη ωριμότητα του σκοπού - στις υπερώριμες χίμαιρες που πάνω στην απόγνωση αποβάλλονται ως ανυπάκουες - στις προσεκτικές επιλογές και τις απορρίψεις - στις οδυνηρές διαγραφές και τις παρεμβάσεις - με δυο λόγια, στους τροχούς και τα γρανάζια - στις τροχαλίες της αλλαγής σκηνικών - στις σκαλωσιές και τις καταπακτές - στα πλουμιστά φτερά, την κόκκινη μπογιά και τα μαύρα μπαλώματα που ενενήντα-εννέα στις εκατό περιπτώσεις συνιστούν την ιδιοκτησία του λογοτεχνικού θιάσου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]