Ήμασταν άλλοι παιδιά και άλλοι μεγαλύτεροι, όταν στο βιβλιοπωλείο της οδού 3ης Σεπτεμβρίου 91, φεύγοντας και ο τελευταίος βραδινός πελάτης, κλείναμε την πόρτα και, διψασμένοι για ποίηση, διαβάζαμε, διαβάζαμε, ποιήματα μεγάλα σαν πέτρες σε λιμάνια, όπου και τα γερανοφόρα ακόμη παραιτήθηκαν από το να τις σηκώσουν, ποιήματα «δύστροπα», επίσης, που έπρεπε με κόπο να σπάσεις το κέλυφός τους για να φτάσεις στον πυρήνα, αλλά και ποιήματα «φτωχά», που οι πολλοί τα προσπερνούσαν όπως τους σταθμούς που δεν σταματάνε πια τα τραίνα. Εμείς, πάντως, πρέπει να ομολογήσουμε πως δίναμε ιδιαίτερη έμφαση σε αυτά τα τελευταία, στα μικρά και ταπεινά, που μπορεί να μην ήσαν μεγαλειώδη, άναβαν όμως μια σπίθα μέσα μας και έφερναν ένα «κάτι» που μας συντροφεύει ακόμη και σήμερα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]